- βροντώδης
- -ες (Μ βροντώδης, -ες) [βροντή]βροντερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βροντώδης — like thunder masc/fem acc pl (attic epic doric) βροντώδης like thunder masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) βροντώδης like thunder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροντώδης — ης, ες γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο βροντερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροντώδης υδράργυρος — Βροντώδες άλας. Οι χημικές αντιδράσεις για την παρασκευή του β.υ. είναι πολύπλοκες· ξεκινούν από την οξείδωση της αιθυλικής αλκοόλης που σχηματίζει ακεταλδεΰδη και καταλήγουν στον σχηματισμό HON=C, που είναι εξαιρετικά ασταθής ένωση και, αν… … Dictionary of Greek
βροντώδει — βροντώδης like thunder masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βροντώδης like thunder masc/fem/neut dat sg βροντώδεϊ , βροντώδης like thunder dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροντώδη — βροντώδης like thunder neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βροντώδης like thunder masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βροντώδης like thunder masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροντῶδες — βροντώδης like thunder masc/fem voc sg βροντώδης like thunder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροντώδεις — βροντώδης like thunder masc/fem acc pl βροντώδης like thunder masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτικά — Εκρηκτικές ύλες που σχηματίζονται από άλατα του κροτικού ή βροντώδους οξέος· πρόκειται για μια βλεννώδη και πολύ ασταθή οργανική ένωση, με χημικό τύπο CNOH, η οποία είναι γνωστή μόνο σε διαλύματα. Τα κ. που χρησιμοποιούνται περισσότερο είναι ο… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
έκκαυμα — Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως… … Dictionary of Greek